- ἀγυρτικά
- ἀγυρτικόςvagabondneut nom/voc/acc plἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικόςvagabondfem nom/voc/acc dualἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικόςvagabondfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγύρτικα άσματα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται τα διάφορα κάλαντα που τραγουδιούνται στις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών γιορτών και αποβλέπουν στη συλλογή φιλοδωρημάτων υπέρ εκείνων που τα τραγουδούν. Πρόκειται για κατάλοιπα εθίμου παλαιότερης εποχής… … Dictionary of Greek
ἀγυρτικάς — ἀγυρτικά̱ς , ἀγυρτικός vagabond fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθιμικά τραγούδια — Διάφορα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε λατρευτικά και άλλα έθιμα. Πολλά από αυτά είναι προχριστιανικά και τα τραγουδούσαν σε διάφορες εποχές του έτους με σκοπό μαγικό, παραδείγματος χάριν για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των καρπών και στην… … Dictionary of Greek
καμποτίνος — ο (λ. γαλλ.), άνθρωπος χωρίς αξία που επιδιώκει με αγυρτικά μέσα να παρουσιαστεί σαν σπουδαίος, ο κομπογιανίτης: Μη δίνετε σημασία στους καμποτίνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)